ἀποστάς

ἀποστάς
ἀποστά̱ς , ἀφίστημι
put away
aor part act masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταδιαιτώ — μεταδιαιτῶ, άω (Α) [διαιτώ(μαι)] αλλάζω τον τρόπο τής ζωής μου («ἀποστὰς τῶν πατρῴων προσκυνεῑσθαι ἠξίου καὶ ἐς δίαιταν τὴν Μηδικὴν μετεδιῄτησεν ἑαυτόν», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”